отскочить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отскочить - translation to πορτογαλικά


отскочить      
(скачком отодвинуться) salur , dar um pulo (para o lado, para trás, etc) ; (о пуле, мяче) saltar ; (отлететь, оторваться) saltar , desprender-se
шарахаться ; шарахнуться      
(от кого-л) afastar-se bruscamente (de) ; (отскочить) saltar de lado
отлететь      
(улететь) voar , partir (em voo) ; distanciar-se ; (отскочить от толчка) saltar , voar (para um lado) ; (оторваться - о подметке и т.п.) desprender-se

Ορισμός

отскочить
сов. неперех.
см. отскакивать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отскочить
1. Против "Ростова" и нальчикского "Спартака" удалось отскочить.
2. Бедолага не успел отскочить, и его практически четвертовало.
3. Все произошло так мгновенно, что ребятишки не успели отскочить.
4. Прогуливавшиеся рядом горожане едва успели отскочить в сторону.
5. Приятели едва успели отскочить, чтоб не попасть под колеса.